- τηράω
- τηράω και τηράζω και τηρώ τήραξα1. βλέπω, παρατηρώ, κοιτάζω: Τήρα με.2. προσέχω, έχω το νου μου: Τήρα μην πέσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τηρώ — (I) τηρῶ, έω, ΝΜΑ διατηρώ, διαφυλάττω, κρατώ απαραβίαστο (α. «τηρώ τους νόμους» β. «τηρώ τον λόγο μου» γ. «δεῑ τὴν παρθένον πρὸ τοῡ σώματος μάλιστα τηρεῑν τὴν ψυχήν», Βασ. δ. «τὴν πίστιν τετήρηκα», ΚΔ) νεοελλ. εκτελώ ορισμένη υπηρεσία ή εργασία… … Dictionary of Greek
τηρώ — τηρώ, τήρησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: τηρώ : η κλίση σε άω απαντάται μόνο στο ρ. τηράω, τήραξα (→ βλέπω), διαλεκτικής προέλευσης … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τηράζω — βλ. τηράω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)